- τηλικούτῳ
- τηλικοῦτοςof such an ageneut dat sgτηλικοῦτοςof such an agemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλικούτω — τηλικοῦτος of such an age masc nom/voc/acc dual τηλικοῦτος of such an age masc gen sg (doric aeolic) τηλικοῦτος of such an age neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλικούτωι — τηλικούτῳ , τηλικοῦτος of such an age neut dat sg τηλικούτῳ , τηλικοῦτος of such an age masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλικούτος — τηλικαύτη, τηλικοῡτον, Α 1. τέτοιας ηλικίας, τηλικόσδε* (α. «διδάσκεσθαι βαρὺ τῷ τηλικούτῳ», Αισχύλ. β. «ὅν, εἰ καὶ τηλικοῡτον ὄντα ἀπεκτείνατε», Λυσ.) 2. τόσο μεγάλος, ως προς το μέγεθος, το ποσόν ή την αξία (α. «ἡ τηλικαύτη ἀρχή», Πλάτ. β.… … Dictionary of Greek